- μακρόρρινος
- -η, -ο (Μ μακρόρρινος και μακρόρινος, -ον)αυτός που έχει μακριά ή μεγάλη μύτη, μακρομύτης, ή αυτός που πάσχει από παθολογική μακρορρινία.[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)-* + ῥίς, ῥινός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μαρσιποφόρα — Τάξη ζωοτόκων θηλαστικών, η μοναδική της υφομοταξίας των μεταθηρίων. Τα μ. είναι διαδεδομένα στην Αυστραλία, στην Τασμανία, στην Ινδονησία και στην Αμερική, και οι τυπικότεροι αντιπρόσωποι τους είναι τα καγκουρό. Επιδεικνύουν μία μεγάλη ποικιλία… … Dictionary of Greek
Πηραμελίδες — (Peramelidae). Οικογένεια θηλαστικών μαρσιποφόρων, το κυριότερο γένος της οποίας είναι οπηραμέλης. Περιλαμβάνει γύρω στα 15 είδη, που ζουν σε σπηλιές στην Αυστραλία, όπου ονομάζονται βαντικούτ. Είναι ζώα με μακρουλά αφτιά και ρύγχος, μεγάλη ουρά… … Dictionary of Greek